Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Barkeeper
01
μπαρμέν, υπάλληλος μπαρ
an employee who mixes and serves alcoholic drinks at a bar
Λεξικό Δέντρο
barkeeper
bar
keeper
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μπαρμέν, υπάλληλος μπαρ
Λεξικό Δέντρο
bar
keeper