Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Reed organ
01
εκκλησιαστικό όργανο με γλωττίδες, αρμόνιο
a type of keyboard instrument that produces sound by forcing air through metal reeds when keys are pressed
Παραδείγματα
The haunting melodies of the reed organ filled the church with solemn reverence during the wedding ceremony.
Οι μαγευτικές μελωδίες του φυσαρμόνικας γέμισαν την εκκλησία με σεμνή ευλάβεια κατά τη διάρκεια της τελετής του γάμου.
In the parlor, the family gathered around the reed organ to sing hymns together on Sunday evenings.
Στο σαλόνι, η οικογένεια συγκεντρωνόταν γύρω από το φυσαρμόνικα για να τραγουδήσει ύμνους μαζί τις Κυριακές βράδια.



























