Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
reducible
01
αναγώγιμος, απλοποιήσιμος
able to be made simpler or smaller in size or amount
Λεξικό Δέντρο
irreducible
reducible
reduce
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αναγώγιμος, απλοποιήσιμος
Λεξικό Δέντρο