Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Barbershop
01
κουρείο, περιπτερόκουρειο
a shop where a barber works and men can get haircuts
Λεξικό Δέντρο
barbershop
barber
shop
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κουρείο, περιπτερόκουρειο
Λεξικό Δέντρο
barber
shop