Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Barberry
01
βερβερίς, αρκοκκία
a tart, red berry commonly used in culinary dishes and traditional medicine
Παραδείγματα
He discovered a jar of homemade barberry jam in the pantry.
Ανακάλυψε ένα βάζο σπιτικό μαρμελάδα berberis στο ντουλάπι.
They explored the market and finally came across a jar of pickled barberries.
Εξερεύνησαν την αγορά και τελικά βρήκαν ένα βάζο με τουρσι barberries.
Λεξικό Δέντρο
barberry
barber



























