Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
reassured
01
καθησυχασμένος, με αυτοπεποίθηση
having confidence restored; freed from anxiety
Λεξικό Δέντρο
reassured
assured
assure
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
καθησυχασμένος, με αυτοπεποίθηση
Λεξικό Δέντρο