Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Reassessment
01
επανεκτίμηση, επανεξέταση
the reevaluation someone or reconsideration of one's opinion of something to see whether it needs revising
Λεξικό Δέντρο
reassessment
assessment
assess
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
επανεκτίμηση, επανεξέταση
Λεξικό Δέντρο