Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Rearview mirror
01
καθρέπτης οπισθοφανείας, πίσω καθρέφτης
a fixed mirror inside of a car or another vehicle that gives the driver a view of what is happening behind the vehicle
Παραδείγματα
He adjusted the rearview mirror to get a better view of the traffic behind him.
Προσάρμοσε τον οπισθοσκόπο για να έχει καλύτερη θέα της κυκλοφορίας πίσω του.
The rearview mirror was cracked after the accident.
Ο πίσω καθρέφτης ήταν σπασμένος μετά το ατύχημα.



























