
Αναζήτηση
rawboned
01
αδύνατος, λεπτόκορμος
having a thin or lean physique with a prominent bone structure
Example
The rawboned athlete excelled in long-distance running with his lean and muscular frame.
Ο αδύνατος, λεπτόκορμος αθλητής διακρίθηκε στις μακρινές αποστάσεις με το λεπτό και μυώδες σώμα του.
Despite her rawboned appearance, the model walked confidently on the fashion runway.
Παρά την αδύνατη εμφάνιση της, το μοντέλο περπάτησε με αυτοπεποίθηση στην πασαρέλα μόδας.

Συναφή Λέξεις