LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ratting
/ɹˈætɪŋ/
/ɹˈæɾɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "ratting"
Ratting
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
to furnish incriminating evidence to an officer of the law (usually in return for favors)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
ratter
rattan palm
rattan cane
rattail fish
rattail comb
rattle
rattle down
rattle off
rattle on
rattle weed
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App