Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Rationale
01
η αιτιολογία, η συλλογιστική
the justification or reasoning behind a decision or argument
Παραδείγματα
The teacher explained the rationale behind the new grading system to the students.
Ο δάσκαλος εξήγησε τη λογική πίσω από το νέο σύστημα βαθμολόγησης στους μαθητές.
Her rationale for taking the job was based on the opportunity for career advancement.
Η λογική της για την αποδοχή της δουλειάς βασίστηκε στην ευκαιρία για επαγγελματική ανέλιξη.



























