Ratiocinator
volume
British pronunciation/ɹˌatɪˈɒsɪnˌeɪtə/
American pronunciation/ɹˌæɾɪˈɑːsᵻnˌeɪɾɚ/

Ορισμός και Σημασία του "ratiocinator"

01

someone who reasons logically

word family

ratiocin

ratiocin

Verb

ratiocinate

Verb

ratiocinator

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store