LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ratchet wheel
/ɹˈatʃɪt wˈiːl/
/ɹˈætʃɪt wˈiːl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "ratchet wheel"
Ratchet wheel
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
toothed wheel held in place by a pawl or detent and turned by a lever
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
ratchet screwdriver
ratchet down
ratchet
ratch
ratbite fever bacterium
ratchet wrench
rate
rate of attrition
rate of depreciation
rate of exchange
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App