Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
rangy
01
ψηλός και λεπτός, με μακριά πόδια και χέρια
tall and slim, with long legs and arms
02
ευρύχωρος, εκτεταμένος
allowing ample room for ranging
03
προσαρμοσμένο για περιπλάνηση ή περιπλάνηση, κατάλληλο για περιπλάνηση
adapted to wandering or roaming
Λεξικό Δέντρο
rangy
range



























