Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
radiantly
01
λαμπερά, ακτινοβολώντας
in a way that emits or reflects bright light
Παραδείγματα
The stars shone radiantly in the clear night sky, captivating everyone who looked up.
Τα αστέρια λάμπουν λαμπερά στον καθαρό νυχτερινό ουρανό, γοητεύοντας όλους όσους κοιτούσαν ψηλά.
His eyes sparkled radiantly as he shared his exciting news.
Τα μάτια του λάμπαν ακτινοβόλα καθώς μοιραζόταν τα συναρπαστικά του νέα.
Λεξικό Δέντρο
radiantly
radiant
radi



























