Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
racist
01
ρατσιστικός, διακριτικός
showing discrimination or prejudice against people of a certain race or ethnic group
Παραδείγματα
His racist remarks offended many people at the gathering.
Τα ρατσιστικά του σχόλια προσέβαλαν πολλούς ανθρώπους στη συγκέντρωση.
The company was accused of having a racist hiring policy that discriminated against minority applicants.
Η εταιρεία κατηγορήθηκε ότι είχε μια ρατσιστική πολιτική πρόσληψης που διακρίνει κατά των υποψηφίων από μειονότητες.
02
ρατσιστικός, ξενοφοβικός
based on racial intolerance
Racist
01
ρατσιστής
someone who believes one race has superiority over others and does not treat the members of those races fairly
Παραδείγματα
The racist made offensive remarks during the discussion.
Ο ρατσιστής έκανε προσβλητικά σχόλια κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
Many labeled him a racist for her prejudiced comments.
Πολλοί τον χαρακτήρισαν ρατσιστή για τα προκατειλημμένα σχόλιά του.
Λεξικό Δέντρο
nonracist
racist
race



























