Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Race car
01
αγωνιστικό αυτοκίνητο, όχημα αγώνων
a specially designed, high-performance vehicle used in competitive racing events
Παραδείγματα
He accelerated the race car down the straightaway, reaching top speed.
Επέταξε το αγωνιστικό αυτοκίνητο στην ευθεία, φτάνοντας στην μέγιστη ταχύτητα.
She overtook her competitors on the final lap in her race car.
Προσπέρασε τους ανταγωνιστές της στον τελευταίο γύρο με το αγωνιστικό της αυτοκίνητο.



























