Quarantined
volume
British pronunciation/kwˈɒɹɑːntˌiːnd/
American pronunciation/ˈkwɔɹənˌtaɪnd/, /ˈkwɔɹənˌtind/

Ορισμός και Σημασία του "quarantined"

quarantined
01

under forced isolation especially for health reasons

word family

quarantine

quarantine

Verb

quarantined

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store