LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Quaintly
/kwˈeɪntli/
/ˈkweɪntɫi/
Adverb (2)
Ορισμός και Σημασία του "quaintly"
quaintly
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a quaint old-fashioned manner
02
in a strange but not unpleasant manner
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
quaint
quail bush
quail brush
quail at
quail
quaintness
quake
quaker
quaker gun
quakerism
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App