Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Purveyor
01
προμηθευτής, παρόχος
a person or company that provides the need for goods, services, or information
Λεξικό Δέντρο
purveyor
purvey
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
προμηθευτής, παρόχος
Λεξικό Δέντρο