Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pursuer
01
καταδιώκτης, κυνηγός
a person or thing that chases, follows, or tries to catch something or someone
Παραδείγματα
The pursuer quickly caught up with the runaway thief.
Ο καταδιώκων πρόλαβε γρήγορα τον φεύγοντα κλέφτη.
The police officer was the pursuer in the high-speed chase.
Ο αστυνομικός ήταν ο καταδιώκων στην καταδίωξη υψηλής ταχύτητας.
02
καταδιώκτης, κυνηγός
a person who pursues some plan or goal
Λεξικό Δέντρο
pursuer
pursue



























