LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Banditry
/bˈændɪtɹi/
/ˈbændətɹi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "banditry"
Banditry
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the practice of plundering in gangs
word family
ban
dit
bandit
bandit
Noun
banditry
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
bandit territory
bandit
banding
bandicoot rat
bandicoot
bandleader
bandlet
bandmaster
bandoleer
bandolier
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App