Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bandit
01
ληστής, κακοποιός
a robber who attacks travelers and is a member of a group of robbers
Παραδείγματα
Bandits ambushed the travelers on the remote mountain road, demanding money and valuables.
Οι ληστές έστησαν ενέδρα στους ταξιδιώτες στον απομονωμένο βουνίσιο δρόμο, ζητώντας χρήματα και πολύτιμα αντικείμενα.
The sheriff led a posse to capture the bandits who had been terrorizing the local townsfolk.
Ο σερίφης οδήγησε μια ομάδα για να συλλάβει τους ληστές που τρομοκρατούσαν τους ντόπιους κατοίκους.
Λεξικό Δέντρο
banditry
bandit



























