LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Purchasing agent
/pˈɜːtʃɪsɪŋ ˈeɪdʒənt/
/pˈɜːtʃɪsɪŋ ˈeɪdʒənt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "purchasing agent"
Purchasing agent
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an agent who purchases goods or services for another
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
purchasing
purchaser
purchase price
purchase order
purchase contract
purchasing department
purchasing power
pure
pure absence
pure as the driven snow
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App