LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Puncturable
/pˈʌŋktʃəɹəbəl/
/pˈʌŋktʃɚɹəbəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "puncturable"
puncturable
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
capable of being punctured
punctureless
word family
puncture
puncture
Noun
puncturable
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
punctum
punctuation mark
punctuation
punctuated equilibrium
punctuate
puncture
punctured
punctureless
pundit
pung
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App