Puncturable
volume
British pronunciation/pˈʌŋktʃəɹəbəl/
American pronunciation/pˈʌŋktʃɚɹəbəl/

Ορισμός και Σημασία του "puncturable"

puncturable
01

capable of being punctured

word family

puncture

puncture

Noun

puncturable

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store