LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bandaging
/bˈændɪdʒɪŋ/
/bˈændɪdʒɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "bandaging"
Bandaging
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of applying a bandage
word family
bandage
bandage
Verb
bandaging
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
bandaged
bandage
band-tailed pigeon
band-tail pigeon
band-aid
bandana
bandanna
bandbox
bandeau
banded
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App