LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pullout
/pˈʊlaʊt/
/ˈpʊˌɫaʊt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "pullout"
Pullout
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
to break off a military action with an enemy
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pullorum disease
pullman porter
pullman car
pullman brown
pullman
pullover
pullulate
pullulate with
pullulation
pulmonary
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App