LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pubescence
/pjuːbˈɛsəns/
/pjuːbˈɛsəns/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "pubescence"
Pubescence
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the time of life when sex glands become functional
word family
pubesc
pubesc
Verb
pubescence
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pubes
puberulent
puberty
pubertal
pub-crawl
pubescent
pubic
pubic bone
pubic hair
pubic louse
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App