Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
psychopathic
01
ψυχοπαθής, ανήθικος
lacking morality, shame, or consideration toward others
Λεξικό Δέντρο
psychopathic
psychopath
psycho
path
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ψυχοπαθής, ανήθικος
Λεξικό Δέντρο
psycho
path