Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
psychologically
01
ψυχολογικά, από ψυχολογική άποψη
in a way that is related to someone's mind or emotions
Παραδείγματα
The therapy session addressed issues psychologically, focusing on the patient's emotional well-being.
Η συνεδρία θεραπείας αντιμετώπισε τα ζητήματα ψυχολογικά, εστιάζοντας στη συναισθηματική ευημερία του ασθενούς.
The trauma affected her psychologically, influencing her thoughts and emotions.
Το τραύμα την επηρέασε ψυχολογικά, επηρεάζοντας τις σκέψεις και τα συναισθήματά της.
02
ψυχολογικά
in terms of psychology
Λεξικό Δέντρο
psychologically
psychological



























