Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Prudence
01
συνεκτικότητα
the quality of being careful and avoiding risks
02
συνετότητα, προσοχή
knowing how to avoid embarrassment or distress
Λεξικό Δέντρο
imprudence
prudence
prud
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
συνεκτικότητα
συνετότητα, προσοχή
Λεξικό Δέντρο