Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
prudently
01
συνετά, προσεκτικά
in a manner that reflects careful and sensible consideration regarding the future
Παραδείγματα
She prudently saved part of her salary each month.
Αποθήκευε συνετά ένα μέρος του μισθού της κάθε μήνα.
The company acted prudently by checking the contract.
Η εταιρεία ενεργούσε προσεκτικά ελέγχοντας τη σύμβαση.
Λεξικό Δέντρο
imprudently
prudently
prudent
prud



























