Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Balloting
01
ψηφοφορία, καταμέτρηση ψήφων
a choice that is made by counting the number of people in favor of each alternative
Λεξικό Δέντρο
balloting
ballot
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ψηφοφορία, καταμέτρηση ψήφων
Λεξικό Δέντρο