LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Proteosome
/pɹˈəʊtɪˌəʊsəʊm/
/pɹˈoʊɾɪˌoʊsoʊm/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "proteosome"
Proteosome
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a form of vaccine that can be administered by an inhaler
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
proteomics
proteome
proteolyze
proteolytic enzyme
proteolytic
proteosome vaccine
proterochampsa
proterozoic aeon
proterozoic eon
protest
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App