Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Prostitution
01
πορνεία, εμπόριο σεξ
the business or act of having sexual intercourse with people in exchange for money
Παραδείγματα
He researched the history of prostitution in different cultures.
Ερεύνησε την ιστορία της πορνείας σε διαφορετικούς πολιτισμούς.
She met people who advocate for the rights of those involved in prostitution.
Γνώρισε ανθρώπους που υποστηρίζουν τα δικαιώματα των εμπλεκομένων στην πορνεία.
Λεξικό Δέντρο
prostitution
prostitute



























