Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ballistic
01
βαλλιστικός, σχετικός με την πτήση ή την κίνηση αντικειμένων που εκτοξεύονται ή πυροβολούνται
related to the flight or motion of objects that are propelled or shot, especially bullets, missiles, or projectiles
Παραδείγματα
The ballistic trajectory of the missile was carefully calculated before launch.
Η βαλλιστική τροχιά του πυραύλου υπολογίστηκε προσεκτικά πριν από την εκτόξευση.
Ballistic testing determined the effectiveness of the new body armor against bullets.
Οι βαλλιστικές δοκιμές κατέδειξαν την αποτελεσματικότητα της νέας αλεξίσφαιρης ασπίδας έναντι σφαιρών.
02
έξαλλος, εκτός εαυτού από θυμό
extremely angry or enraged
Παραδείγματα
When he heard him lie about it, he went ballistic.
Όταν τον άκουσε να λέει ψέματα γι' αυτό, τρελάθηκε.
He was ballistic when he found out the truth.
Ήταν έξαλλος όταν ανακάλυψε την αλήθεια.
Λεξικό Δέντρο
ballistic
ballist



























