LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Prop root
/pɹˈɒp ɹˈuːt/
/pɹˈɑːp ɹˈuːt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "prop root"
Prop root
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a root that grows from and supports the stem above the ground in plants such as mangroves
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
prop
proot
proofreading
proofreader
proofread
prop up
propaedeutic
propaedeutics
propaganda
propagandist
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App