LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Promiser
/pɹˈɒmaɪzə/
/pɹˈɑːmaɪzɚ/
promisor
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "promiser"
Promiser
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a person who makes a promise
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
promisee
promised land
promise the moon
promise is a debt
promise
promises are like pie crust made to be broken
promising
promisingly
promisor
promissory
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App