Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
private detective
/pɹˈaɪvət dɪtˈɛktɪv/
/pɹˈaɪvət dɪtˈɛktɪv/
Private detective
01
ιδιωτικός ντετέκτιβ, ιδιωτικός ερευνητής
someone who can be employed as a detective to collect information
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ιδιωτικός ντετέκτιβ, ιδιωτικός ερευνητής