LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Principalship
/pɹˈɪnsɪpəlʃˌɪp/
/pɹˈɪnsɪpəlʃˌɪp/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "principalship"
Principalship
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the post of principal
word family
principal
principal
Noun
principalship
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
principally
principality
principal sum
principal photography
principal parts
principe
principen
principle
principle of equivalence
principle of liquid displacement
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App