LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Prince consort
/pɹˈɪns kˈɒnsɔːt/
/pɹˈɪns kˈɑːnsɔːɹt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "prince consort"
Prince consort
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a prince who is the husband of a reigning female sovereign
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
prince charming
prince albert
prince
primus stove
primus
prince of darkness
princedom
princeling
princely
princess
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App