LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Princeling
/pɹˈɪnsəlɪŋ/
/pɹˈɪnsəlɪŋ/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "princeling"
Princeling
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a young prince
02
a petty or insignificant prince who rules some unimportant principality
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
princedom
prince of darkness
prince consort
prince charming
prince albert
princely
princess
principal
principal axis
principal dancer
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App