Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
priggish
01
περισσά μεγαλόπρεπος, ηθικολογικός
excessively concerned with following rules, morals, and social norms
Παραδείγματα
She was known for her priggish attitude, always correcting others' grammar and pronunciation.
Ήταν γνωστή για τη περιποιημένη της στάση, διορθώνοντας πάντα τη γραμματική και την προφορά των άλλων.
He found her priggish behavior annoying, always insisting on following the rules and never willing to take risks.
Βρήκε την περιποιημένη συμπεριφορά της ενοχλητική, πάντα επιμένοντας να ακολουθεί τους κανόνες και ποτέ δεν ήταν διατεθειμένη να πάρει ρίσκα.
Λεξικό Δέντρο
priggishly
priggishness
priggish
prig



























