Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Prig
01
πεισματάρης, ηθικολόγος
an individual who behaves in an excessively moralistic manner, often displaying an attitude of superiority toward others
Παραδείγματα
John was such a prig, always lecturing everyone about proper etiquette and criticizing their behavior.
Ο Τζον ήταν ένας αλαζόνας, πάντα να κάνει κήρυγμα σε όλους για τη σωστή διαγωγή και να επικρίνει τη συμπεριφορά τους.
He was labeled a prig due to his constant moralizing and refusal to engage in any activities he deemed inappropriate.
Τον χαρακτήρισαν μονοπάτι λόγω του συνεχούς ηθικολογικού του και της άρνησής του να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε δραστηριότητα θεωρούσε ακατάλληλη.
Λεξικό Δέντρο
priggish
prig



























