LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Pricing
/pɹˈaɪsɪŋ/
/ˈpɹaɪsɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "pricing"
Pricing
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the evaluation of something in terms of its price
word family
price
price
Verb
pricing
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
pricey
pricelessness
priceless
price-to-earnings ratio
price-controlled
pricing system
prick
prick punch
prick up
prick up ears
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App