Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pressed
01
σιδερωμένος, ισιωμένος
compacted by ironing
02
ενοχλημένος, εκνευρισμένος
overly upset, annoyed, or preoccupied with something
Παραδείγματα
Why are you so pressed about what she said?
Γιατί είσαι τόσο θυμωμένος με αυτό που είπε;
He got pressed when they canceled his order.
Θύμωσε όταν ακύρωσαν την παραγγελία του.
Λεξικό Δέντρο
unpressed
pressed
press



























