Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
precooked
01
προμαγειρεμένο, μισοψημένο
partially or fully cooked before being packaged or sold
Παραδείγματα
She purchased a package of precooked rice for quick and easy meal preparation.
Αγόρασε ένα πακέτο προμαγειρεμένου ρυζιού για γρήγορη και εύκολη προετοιμασία γεύματος.
The supermarket offers a variety of precooked meats, such as rotisserie chicken and precooked bacon.
Το σούπερ μάρκετ προσφέρει μια ποικιλία προμαγειρεμένων κρεάτων, όπως ψητό κοτόπουλο και προμαγειρεμένο μπέικον.
Λεξικό Δέντρο
precooked
cooked
cook



























