Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Precipitant
01
καταβυθιστικό, παράγοντας που προκαλεί καταβύθιση
an agent that causes a precipitate to form
precipitant
01
απερίσκεπτος
happening more quickly than normal circumstances, especially without required preparation
Παραδείγματα
His precipitant decision to resign without consulting others backfired.
Η βιαστική απόφασή του να παραιτηθεί χωρίς να συμβουλευτεί άλλους απέδωσε αντίθετα αποτελέσματα.
The precipitant announcement took stakeholders by surprise since alternatives were n't properly considered.
Η βιαστική ανακοίνωση πήρε τους ενδιαφερόμενους με έκπληξη, καθώς οι εναλλακτικές λύσεις δεν εξετάστηκαν σωστά.



























