Preachment
volume
British pronunciation/pɹˈiːtʃmənt/
American pronunciation/pɹˈiːtʃmənt/

Ορισμός και Σημασία του "preachment"

01

a sermon on a moral or religious topic

word family

preach

preach

Verb

preachment

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store