Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Preacher
01
ιεροκήρυκας, κήρυκας
someone who delivers spiritual speeches, often an associate of the clergy
Λεξικό Δέντρο
preacher
preach
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ιεροκήρυκας, κήρυκας
Λεξικό Δέντρο